Είναι εύθραυστη η φύση της χαράς, είναι ένα κρυστάλλινο χαμόγελο που θρυμματίζεται αναπόφευκτα από ένα συνοφρύωμα. Και αυτό γιατί στο συγκεκριμένο συναίσθημα ο χρόνος είναι ο πιο αμείλικτος εχθρός. Τη θλίψη μπορεί να την κάνει να κουλουριάσει χρόνια σα φίδι μια καρδιά, την οργή να την αναζωπυρώνει συνεχώς με κάθε κόκκο της κλεψύδρας του να δρα σαν σταγόνα βενζίνης, τον φόβο να τον υψώνει και να του αλλάζει μορφή αιώνια, μα η χαρά του ξεγλιστρά.

Είναι φευγαλέα, δεν μπορεί να την εγκλωβίσει και ίσως εκεί να κρύβεται και η μαγεία της. Οπότε ο χρόνος βρίσκει δικαιολογίες για να αποδεχθεί την ήττα του: ‘’Είναι οι μύες του προσώπου’’ λέει ‘’όταν χαμογελάς τρεμουλιάζουν και κουράζεσαι’’ ή ‘’Είναι η ζάλη της, ποιος στεριανός αντέχει τόσο κούνημα;’’ ή ‘’Μόνο οι βλάκες την καλλιεργούν, γιατί να ασχοληθώ μαζί τους;’’. Δικαιολογίες… Τα άλλα συναισθήματα την υποτιμούν, μόνο η αγάπη την κοιτά με την αξία που της πρέπει, ίσως να είναι πιο σοφή γιατί οι συλλαβές της είναι τρεις και όχι δυο, αλλά κι αυτή χαμογελά κουρασμένα στην όψη της χαράς.
Ένα βράδυ την πλησίασε ο θυμός, ερωτοτρόπησαν άγρια με αποτέλεσμα το είναι του να την επηρεάσει, οπότε η χαρά τα βρόντηξε και τους άφησε, παράτησε την παρέα των άλλων συναισθημάτων και αφοσιώθηκε στους ανθρώπους. Ήταν πάντα άυλη δεν φοβόταν μην την δουν, οπότε αποφάσισε να κατέβει από το βάθρο των συναισθημάτων. Άλλωστε ήταν ένα βάθρο για μαριονέτες και τα σκοινιά τα κινούσε ο χρόνος, οπότε έχοντας τέτοια επίγνωση πώς θα μπορούσε να διατηρήσει αμόλυντη την ουσία που απαιτούσε το όνομά της για πολύ;
Βρήκε τους θνητούς λοιπόν και αποφάσισε να χορέψει μαζί τους. Να εκεί λίγο πιο πέρα ήταν κάποια παιδιά, ‘’Χα, εύκολος στόχος!’’ σκέφτηκε και τα πλησίασε. Έπαιζαν και γελούσαν, αγόρια και κορίτσια, αγνές σκέψεις και αθωότητα πλημμύριζαν τον αέρα. Άρχισε να κινείται ανάμεσά τους κυκλικά και σκορπίζοντας πάνω τους τον εαυτό της ένιωθε να ανταμείβεται άμεσα. Δε θα τα άφηνε να φύγουν ποτέ από την αγκάλη της. Οι ώρες περνούσαν όμως και όντως τα παιδιά ξεχάστηκαν κάτω από το ξόρκι της και τότε βγήκαν οι γονείς να τα μαλώσουν για το πως πέρασε η ώρα. Φόβος και θλίψη στις καρδιές των παιδιών, έστω και παροδικά, μα η χαρά αδύναμη πια.
Δεν το έβαλε κάτω. Προχώρησε. Θα τα κατάφερνε. Θα διατηρούσε την ύπαρξή της για παραπάνω από το προβλεπόμενο, ήταν μία από τα αδέλφια της κι αν τα άλλα συναισθήματα τα κατάφερναν τότε θα το πετύχαινε κι αυτή. Έστω κι αν το έκανε από καθαρό πείσμα.
Βρήκε ένα ζευγάρι σιωπηλό και αμήχανο. Τους τράβηξε κοντά για να μιλήσουν, το ήθελαν άλλωστε. Εκείνο το βράδυ και οι τρεις τους πέρασαν υπέροχα, μα σύντομα η ίδια θα παραγκωνιζόταν από την αγάπη οπότε έφυγε και πάλι. Πάλεψε για αιώνες ώσπου κατάντησε να ακουμπά κουρασμένα τον ώμο κάποιου εργαζόμενου που πήρε προαγωγή, να χαϊδεύει τα μαλλιά κάποιου ματαιόδοξου μοντέλου που αναγνωριζόταν, να αγκαλιάζει γονείς που μόλις απέκτησαν κάποιο τέκνο και δεν σκέφτονται ακόμη θυσίες και υποχρεώσεις.
Συνοφρυωμένη αποφάσισε να κάνει συμβιβασμούς. Αν δεν τα κατάφερνε μόνη της θα συνεργαζόταν με κάποιον ή με κάτι, μα όχι με τα αδέλφια της. Πεισματάρα, αγύριστο κεφάλι. Μοίρασε ναρκωτικά και είδε πως κάπως τα κατάφερνε, εκπόρνευσε γυναίκες για τους μοναχικούς θνητούς που ποτέ δεν είχαν το θάρρος να μην πληρώσουν γι αυτό, θόλωσε το μυαλό και οδήγησε το χέρι φονιάδων. Τίποτε. ΤΙΠΟΤΕ.
Είτε κινούταν στο δρόμο του φωτός και του καλού είτε στο σκότος και το κακό πάντα κρατούσε λίγο. ΠΑΝΤΑ. Γιατί ήταν τόσο εύθραυστη; Γιατί δεν μπορούσε να κάνει τις θνητές καρδιές δούλους της; Γιατί τα αδέλφια της τα κατάφερναν και η ίδια όχι; Τι στο καλό έφταιγε; Αποφάσισε λοιπόν να μείνει απαθής, να σοβαρευτεί, να σταματήσει να παιδιαρίζει. Ούτε θα κυνηγούσε τα όνειρά της, ούτε θα επέστρεφε στα αδέλφια της, ούτε θα επέλεγε το δεξί μονοπάτι της αρετής, ούτε το αισχρό αριστερό. Θα καθόταν οκλαδόν στο κέντρο αυτού του σταυροδρομιού των δικών της και των ξένων θέλω και θα περίμενε το τέλος ηττημένη.
Και έτσι η ανθρωπότητα εισχώρησε στον καινούριο της μεσαίωνα. Τα παιδιά που πάντα ήθελαν να μεγαλώσουν πιο γρήγορα από την ηλικία τους τώρα ωριμάζουν απότομα. Η πληροφορία ρέει σε ένα χειμαρρώδες ποτάμι που έχει ξεχειλίσει από την πορεία του ενώ στις όχθες του η γνώση ψυχορραγεί. Οι ορμές του σώματος πατούν στη γη το πνεύμα κι εκείνο παλεύει να σηκώσει κεφάλι. Ο άνθρωπος μετριέται από τα πόσα κατέχει, θαυμάζεται για τα πόσα κανάλια έχει η τηλεόρασή του, θεοποιείται από το φουσκωμένο του πορτοφόλι και η αγνότητα των πάντων, η χαρά του καθαρού συναισθήματος και όχι του νοθευμένου, η Χαρά μας κάθεται στο σταυροδρόμι και αραχνιά ζει.
Ο γέρος χρόνος πρέπει να δράσει μα ξέρει πως νουθετώντας την κόρη του θα αποτύχει. Δε τη μισεί πια, την λυπάται. Παλεύει να βρει την λύση μα η χαρά έχει φύγει πια κάνοντας μόνο ένα τελευταίο δώρο στην ανθρωπότητα: άυλες καλύπτρες για τα μάτια. Να μη βλέπουν και να μη νιώθουν το μάταιο. Να γλιτώσουν τουλάχιστον την απογοήτευση.

Η ίδια δεν τα κατάφερε.

κείμενο/γιώργος μπελαούρης
προσχέδια /δημήτρης τζικόπουλος