Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του ,
Καλούς ανθρώπους και κακούς ,νυφίτσες,
Αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην Οφθαλμού και κάστρα πατημένα.

Θα ναι τα Γιάννενα ψιθύρισα…
Είχαμε κλείσει ώρες στο δρόμο με βροχή , ξημέρωνε και η είσοδος στην πόλη με βρήκε με τα Γυάλινα Γιάννενα, στο χέρι ,ποιήματα του Μ.Γκανά. Στάση στην Λίμνη. Σε όλη την διαδρομή έφτιαχνα εικόνες στο μυαλό μου για την μορφή της πόλης , τώρα σταθερός σε ένα παγκάκι παρατηρώ τα σύννεφα να παίζουν γύρω μου και καταλαβαίνω πως αυτός ο τόπος ίσως δεν έχει σταθερή δομή ,αλλάζει συνεχώς ανάλογα με την ορατότητα που σου προσφέρει η ομίχλη και τα νέφη. Και είναι σαν μια συνεχείς μάχη , για ένωση ή χωρισμό. Πιο πέρα χιόνι στις κορφές.

Ήσυχος, μόνος και μικρός , ξεφεύγω από τα όρια της λίμνης και περιπατώ μέσα , βαθιά στην πόλη. Σε αυτήν την κιβωτό είμαι το είδος δίχως ταίρι θυμήθηκα έναν στίχο του Γκανά. Και τον Αισθάνθηκα. Δύο βήματα και είχα αρχίσει να σκληραίνω για να αντέξω το κρύο και την υγρασία που με πλημμύριζαν. Ίσως η πέτρα γύρω να μαθαίνει τρόπους υποσυνείδητα. Κοντοστέκομαι σε ένα γλυπτό -είναι πολλά και όμορφα βαλμένα μες την πόλη- ένας άνθρωπος και αυτός σφιγμένος , σκεφτικός ,ήσυχος και μόνος. Και είναι η φύση που σου μαθαίνει καμία φορά… πως η υγρασία τσακίζει εντός για να ποτίσει κάτι βαθιά κρυμμένο. Μήπως και ανθίσει μια φορά

Αυτή την έκφραση την κρυμμένη εντός λέω να εμφανίσω μέσα από το θόλωμα. Και είναι οι τοίχοι γεμάτοι από ζωή και συναισθήματα , συνομιλούν . Χωρίς μπογιά στο χέρι δεν έχω παρά να χαζεύω τις συνομιλίες των κατοίκων μέσα από τους τοίχους με έναν αυθορμητισμό που αφοπλίζει και τις εύστοχες απαντήσεις της φύσης. Και είσαι σαν να ακούς παραλογές , μες σε παράλογους καιρούς:

Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω
Και μπαίνω μέσα,κάθομαι,και μαύρο δάκρυα χύνω.
Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο χείλι.

Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;
Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες



Φάτε πουλάκια, φάτε τον,
 και μη παρά τον τρώτε κι αφήστε του το δεξιό του, 
να γράψει μια μαύρη γραφή,
Διώξε με, μάνα, διώξε με, με πέτρες, με λιθάρια,
για να με πάρει το κακόν, να σηκωθώ να φύγω,
να πάνω ’γω μανούλα μου, που παν τα χελιδόνια,
τα χελιδόνια να γυρνούν, κι εγώ να πάν’ ακόμα·

« είναι από σκηνή απόδρασης αυτή η πόλη. Φυλάξου! πίσω έρχεται χιονιάς και η μοναξιά δαγκώνει . Και αν είσαι ξένος και πεινάς , στους κάδους έχει μυστικά του τώρα που πονάνε »

Μου είπε ο Μπάτμαν και συνέχισα πιο κάτω. Όσα τα κάγκελα τριγύρω τόση και η ελευθερία που σου γεννάται . Κουνημένες εποχές! Ήρωες πίσω από κάγκελα και από την άλλη φωνάζουν τα ντουβάρια για δικαιοσύνη. Στο δρόμο δύο τρείς να αναζητάνε μυστικά




Και είναι σαν εργοτάξιο της ιστορίας η Ήπειρος, σκέφτηκα . Μέσα στο κάστρο , η τουρκοκρατία δίνει αναφορές τόσες για το πόσο κοντά είμαστε σε μια ελληνοκρατία .

Τόσοι οι φόροι και οι νέοι κανόνες ,
πόσο να αντέξουν και τα προστατευτικά της σήμανσης.
Και είναι θυμός το να θυμάσαι,καθώς ζείς.



Μαζί με μένα μαύρισαν και τα σύννεφα. Θολώσανε και συρίκνωσαν την οπτική τριγύρω .
Και αφησαν μόνο ένα δέντρο με κομμένο έναν κορμό .
Δεν ήταν χέρι παγερό που το έκοψε για να ζεσταθεί. Το νιώθω.
Ήτανε χερι από αυτά τα ιστορικά που σε τσακίζουν .
Μα η υγρασία που μαζεύει , κάπου θα εκτονωθεί. Και το έχει αρχίσει ήδη.

* Πλησιάζει η Άνοιξη
Τώρα είναι Μάης κι’ άνοιξη, τώρα είναι καλοκαίρι,
τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι’ ανθίζουν τα λουλούδια.
Τώρα κι’ ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγη.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
φκιάνει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια...

Από οδοιπορικό στα Ιωάννινα στα πλαίσια του [project 2] ΘΥΜΟΣ
Φωτογραφικό Υλικό : Ροζίτα Φοράδη
Κείμενο : γιάννης σιουτης
# Χρησιμοποιήθηκαν απόσπάσματα από την ποιητική Συλλογή του Μ. Γκανά Γυάλινα Γιάννενα
και παραλογές της Ξενιτιάς.