Με παράλογο βάρος από αποσκευές και δέματα και απωθημένους προορισμούς κατά νου, περιμένουμε καιρό ένα Λεωφορείο Κτέλ , που ποτέ δεν θα έρθει. Στο βάθος του κτιρίου μια ταμπέλα γράφει «Ενοικιάζεται» αλλά κανείς δεν θα κοιτάξει πίσω. Μόνο μπροστά, με τα φρύδια θυμωμένα…

Είχαμε μείνει κλείνοντας το ρήμα φοβάμαι . Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, όρθιος κάνοντας πάνω κάτω , ψελλίζοντας: φοβάμαι, φοβάσαι,φοβάται σαν σχολική αποστήθιση σταματώ και προσπαθώ να θυμηθώ τι είναι αυτό που θέλω, μπας και κάνω αυτήν τη δύναμη του φόβου κάτι. Τα πόδια θέλουν κάπου να πάνε και δεν πάνε. Αναζητώ μια σκέψη ένα στόχο συγκεκριμένο, κάτι μέσα μου βράζει αλλά δεν εκτονώνεται.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι Θέλω. Κάτι θέλω. Και προσπαθώντας να βρω τι ακριβώς, αρχίζω να θυμώνω. Το αίμα μου ανεβαίνει, θέλω να φωνάξω, να βρίσω, να σπάσω, να αφαιρέσω πράγματα που δεν θέλω μήπως και καταλήξω κάπου. Τα «δεν», «πρέπει» παντού και η δυναμική μέσα μου σε λίγο γίνεται μελαγχολία. Ακίνητος πια εντός, βγαίνω μια βόλτα με ένα γιατί σε κάθε εικόνα που βλέπω…

Προσπαθώ να καταλάβω τη χρησιμότητα των πραγμάτων γύρω μου και τη δική μου ανάμεσά τους. Με πιάνω να θυμώνω. Τι είναι χρήσιμο και τι όχι; Τι είναι καλό και τι κακό; Υπάρχει παντού γύρω ένα διαχωρισμός που με κρατάει σε μια εγρήγορση που τσακίζει. Σκέφτομαι την κάθε σκέψη, ένοχος σε μια υποψήφια πράξη. Σε λίγο ακίνητος και εκτός.

Θέλω να κάνω κάτι (και λέω θέλω και όχι πρέπει).

Να πάρω μια απόφαση. Απόφαση. Και εκεί θυμώνω. Να πάρεις μια θέση είναι πράγμα βίαιο, κάθε επιλογή έχει μέσα της μια βία – είναι η απόρριψη των άλλων και η ευθύνη της μίας. Ευθύνη. Μεγάλος θυμός. Κοιτάω γύρω μου τους άλλους, συγκρίνω, ζηλεύω, απογοητεύομαι, νιώθω την αδικία. Και όμως είμαι πάντα ανάμεσα.

Ανάμεσα.

Στο πεζοδρόμιο μου μανιώδεις καπνιστές τρώνε περπατώντας, κρατάνε την τσάντα με τα δύο χέρια, μετράνε τα τετράγωνα που πατάνε, αποφεύγουν βλέμματα, μιλάνε σε δύο κινητά και έχουνε μαύρους κύκλους από την αϋπνία.

Στο πεζοδρόμιο απέναντι, παντού συνθήματα στους τοίχους, κόρνες, ξεσπάσματά, δυο τρεις στα χέρια, βρισιές, σπρώχνουν για να προλάβουν, φοβίζουν τους απέναντι και εκείνοι τρομάζουν και στρίβουν στο στενό.

Δεν ξέρω που να σταθώ. Σταματημένος στο διάζωμα παρατηρώ την απόλαυση που κρύβουν και οι δύο πλευρές. Μια απόλαυση που μας κρατά ενεργά ανενεργούς. Μια απόλαυση που κρύβει θύμο. Ένα θυμό που ξεσπά εντός ή εκτός. Στο επί ταύτα εγώ και αυτοκίνητα σταματημένα στο φανάρι.

Γιατί δεν εκφραζόμαστε; Γιατί δεν είμαστε δημιουργικοί; Γιατί δεν προχωράμε να κάνουμε κάτι το θυμό ;

Σε παιδική ηλικία θέλαμε να περπατήσουμε, να φύγουμε για να ανακαλύψουμε πράγματα. Δεν μπορούσε να μας κρατήσει κανείς και πηγαίναμε δυο βήματα. ( βλ. Μαμά, μπαμπάς, αδερφός , παππούς ,γιαγιά)

Σαν έφηβοι θέλαμε να φύγουμε, να ανακαλύψουμε και να αλλάξουμε τον κόσμο . Και πηγαίναμε αναλόγως. (βλ.οικογένεια, δάσκαλοι, φίλοι, τηλεόραση)

Σα μεγάλοι με παράλογο βάρος από δέματα και αποσκευές και απωθημένους προορισμούς κατά νου, είναι σα να περιμένουμε καιρό ένα Λεωφορείο Κτέλ, που ποτέ δεν θα έρθει. (βλ. Στο βάθος του κτιρίου μια ταμπέλα γράφει Ενοικιάζεται αλλά κανείς δεν θα κοιτάξει πίσω. Μόνο μπροστά, με τα φρύδια θυμωμένα… )

Κουράστηκα. Πηγαίνω σπίτι περπατώντας πάνω στο διάζωμα. Παίζω με το δαχτυλίδι που φοράω για να περάσει η ώρα. Σε μια στιγμή αμηχανίας μου πέφτει.

Πάω να το ψάξω.
Σταματώ.
Ένα λιγότερο σκέφτομαι.
Και πέρασε ένα αδέσποτο και το χάιδεψα διαφορετικά θυμάμαι.


κείμενο / Γιάννης Σιούτης
φωτο / Λεωνίδας Μπακόλας