Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου λάτρευα την βροχή. Ο Καζαντζάκης στην αναφορά στον γκρέκο γράφει: Πάντα η βροχή μου δίνε ανεξήγητη, κι αν δεν ντρεπόμουν θα έλεγα ερωτική χαρά, θαρρείς και ήμουν γης και διψούσα, ξυπνούσε το μέσα μου θηλυκό στοιχείο, μία γυναίκα, βαθιά κρυμμένη στο σπλάχνο μου, δέχονταν τον ουρανό σαν άντρα, και μόλις το διάβασα συμφώνησα. Είτε αναμενόμενη είτε ξαφνική μου φορούσε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Αναρωτιόμουν πάντα τι με ευχαριστούσε περισσότερο, αυτό που προκαλούσε στους άλλους ή αυτό που προκαλούσε σε μένα. Μάλλον ο συνδυασμός αυτών των δύο.

Εμένα μου άρεσε να κάθομαι στο μπαλκόνι, υπό την ασφάλεια της τέντας, και να ακούω τον γοργό ρυθμό της. Με γοητεύει η κρυσταλλική αντανάκλαση που προσφέρει απλόχερα στα πάντα. Στα φύλλα, στα τσιμέντα, στα αμάξια, στα πρόσωπα. Απολάμβανα την δροσερή μυρωδιά του νερού ανακατεμένη με την σκόνη, το άρωμα της οποίας σου δίνει την αίσθηση ότι έχει κάτι απ το συστατικό που έδωσε ψυχή στο χώμα και το έκανε άνθρωπο. Ακόμα και το ίδιο το φως του ήλιου όταν εμφανίζεται μέσα από τα σύννεφα είναι πιο γλυκό από το φως μίας ηλιόλουστης μέρας. Απλώνει μία γλυκεία μελαγχολία μέσα απ' το γκρίζο που αντί να σε στενοχωρεί σε δυναμώνει.

Μου άρεσε όμως να βρίσκομαι και μέσα της. Μου διεγείρει το αίσθημα της μοναδικότητας έτσι καθώς στέκομαι εκεί που κανείς δεν θέλει να σταθεί. Με ξεπλένει από την κοινή οσμή που ποτίζεται ανελλιπώς πάνω σε όλους τους περιφερόμενους της πόλης. Με βάζει σε έναν θάλαμο και παγώνει τον χρόνο, καθώς κάθομαι ακίνητος εκεί που όλοι τρέχουν να κρυφτούν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την μέρα που με έπιασε βραδινή καταιγίδα καβάλα στο ποδήλατο. Με είχε κατακλύσει η χαρά έτσι όπως είχα αναπτύξει ταχύτητα κόντρα στην φορά της βροχής και ένιωθα τα κρύα, τρυφερά της τσιμπήματα στο πρόσωπο και στις γροθιές. Μετά απο μία παγωμένα ριψοκίνδυνη περιήγηση στους δρόμους της πόλης με το ποδήλατο να μην υπακούει στο κάλεσμα των φρένων, στεκόμουν έξω απ την πόρτα του σπιτιού βρεγμένος μέχρι το εσώρουχο παρέα με την πνευμονία που μου χαμογελούσε σαν παθιασμένη για έρωτα γυναίκα. Ήθελα να ξαναβγώ στην βροχή και να ερωτοτροπήσω με αυτήν την δεσποινίδα αψηφώντας το θανατηφόρο της παιχνίδι. Είμαι σίγουρος πως τα μάτια μου γυάλιζαν από ευτυχία.
Στους γύρω μου η βροχή προκαλούσε ανάμικτα συναισθήματα. Σίγουρα υπάρχουν ζευγάρια που η ύπαρξη μίας μοναδικής ομπρέλας και η εναγγαλισμένη τους προσπάθεια να αποφύγουν τις λακκούβες τους έκανε να αγαπηθούν και να έχουν ταυτόχρονα την ίδια ανομολόγητη σκέψη πως θα παλέψουν τα πάντα μαζί. Αγχωμένα πρόσωπα γεμάτα σταγόνες, κάτω από υπόστεγα να παρακολουθούν με αγωνία έναν αγώνα τέννις μεταξύ του ρολογιού τους και του ουρανού. Πιο δίπλα αιωρούμενα μπινελίκια περαστικών στο διερχόμενο αυτοκίνητο που τους γέμισε νερό. Πλανόδιοι πωλητές που βιάζονται να περισώσουν την πραμάτια τους. Ένας κουστουμάτος 30άρης που αδιαφορεί για διαβάσεις και χορεύει με συνοδούς αυτοκίνητα, να βρίζει την γυναίκα του που δεν έβαλε την ομπρέλα του δίπλα στον χαρτοφύλακα το πρωί και τώρα θα εμφανιστεί στο εταιρικό δείπνο μούσκεμα. Απ την μία πλευρά ο ιδιοκτήτης της καφετέριας με την μεγάλη αυλή να καταριέται την τύχη του που το νέρο του στέρησε την πώληση καφέ και από την απέναντι πλευρά ο ιδιοκτήτης του σινεμά που για αυτόν ο καιρός έβρεξε εισιτήρια.
Και εγώ να βρίσκομαι στη μέση, σαν διοργανωτής αυτού του παρανοϊκού πανηγυριού να τους κοιτάω όλους με ένα βλέμμα νίκης και ειρωνείας. Μία πλημμύρα τρέλας στους γύρω μου και ένας χείμαρρος χαράς σε μένα! Είμαι ο μόνος γιός της βροχής και ο απεσταλμένος της στη γη, αυτός που σιγοντάρει την αιώνια μάχη της με τον ήλιο! Είμαι ο κανακάρης της και τιμωρώ τους πάντες, για την αναίδεια τους να δοξάζουν την λιακάδα! Είμαι δυνατός, είμαι μοναδικός, είμαι βρεγμένος! Είναι η στιγμή μου!

Ιωάννινα

Γιάννης Κοντός