Τότε
Θ   Υ   Μ   Ο     Σ
υ    μ    ε     σ     τ
μ    ν           ι      ι
ο    ο           α     χ
τ    υ                  α
α    ς                  κ
ν                        ι
                          α


μέσα στα ανόσια παιδικά όνειρά του που απείχαν μόλις 2,5 χιλιοστά από την αλήθεια.  ΄Αγγελοι με μύτες κλόουν και  χλωμά  χερουβείμ άπλωναν φούξια φτερούγες και του κάρφωναν την πλάτη, του χάϊδευαν το πρόσωπο, τον λαιμό , το στήθος, την κοιλιά, πιο κάτω και ακόμα πιο κάτω. ..Εκείνο το ιδρωμένο  χέρι μύριζε λιβάνι και καμφορά και κατέληγε σε ένα λιπαρό πρόσωπο με θολά μάτια γύπα και ένα στόμα που έσταζε μέλι, καρφιά και στίχους από τα δέκα Ευαγγέλια. Το εκκλησιαστικό όργανο έγερνε απειλητικό σαν εκρεμμές  τικ – τακ – τικ – τακ  30 μοίρες, 60 μοίρες,  180 μοίρες ,τικ – τακ , τικ τακ , οξεία, αμβλεία, οξεία , αμβλεία , τικ –τακ....


Τώρα
Το ρολόι στον τοίχο δείχνει 12 παρά τέταρτο, 90 μοίρες , ορθή γωνία  τικ – τακ – τικ -τακ .Στο τραπέζι ανοιχτό το πρωινό φύλλο της εφημερίδας ,σελίδα 7 , επίκαιρα, πρόσωπα και γεγονότα . Η άφιξη εκείνου στην πόλη έσκασε σαν γροθιά σε μισοκοιμισμένο βρέφος. Τα γαστρικά υγρά του άρχισαν να επαναστατούν , να συμπυκνώνονται και να ψάχνουν για έξοδο καίγοντάς του τον οισοφάγο. Τα μάτια άστραψαν,μίκρυναν σαν δύο λεπίδες και άρχισαν να τσούζουν. Ζάλη και σφυριά να βαράνε στο κεφάλι , ρίγη από τις πατούσες ώς και την φράντζα και δύο κινήσεις του αυχένα , αριστερά – δεξιά – ισορροπία.
Συγκεντώθηκε , σημείωσε την διεύθυνση  στην παλάμη του. Κοντοστάθηκε  στο γραμμόφωνο,  φύσηξε την σκόνη από την  χιλιοπαιγμένη   πλάκα  και  την έχωσε στην τσέπη της καμπαρντίνας του.  Δεν κλείδωσε.


Μετά
Επιστρέφοντας τράβηξε διάπλατα τις κουρτίνες και τέντωσε τα παράθυρα παρά το ψιλόβροχο. Έμεινε στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο στις ανατολικές συνοικίες εκεί που κάποια έντρομη καμαριέρα θα έβρισκε  στο πάτωμα εκείνον με την σπασμένη πλάκα γραμμοφώνου καρφωμένη στην καρωτίδα και στο σώμα γραμμένο με ανεξίτηλο μαρκαδόρο  εκείνους τους στίχους.
Πήρε βαθιά ανάσα και έφτιαξε με περισσή φροντίδα μια σαϊτα με την σελίδα 7 . Έγραψε με τον  μαρκαδόρο με την στραπατσαρισμένη μύτη « να θυμάσαι τον θυμό σου» , την ζύγισε στο  χέρι του και με μια ακόμα πιο βαθιά ανάσα την άφησε να φύγει.   
Έπειτα ξερίζωσε τις φωνητικές του χορδές ουρλιάζοντας και γελώντας ταυτόχρονα.



19/11/2012 
Έφη Χυδεριώτου